Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμέροας
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
View word page
ἡμερεύω
to spend the day
ShortDef
to spend the day
Debugging
Headword:
ἡμερεύω
Headword (normalized):
ἡμερεύω
Headword (normalized/stripped):
ημερευω
IDX:
39748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39749
Key:
Data
{'content': 'to spend the day'}