Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
View word page
ἡμεραῖος
of the daytime
ShortDef
of the daytime
Debugging
Headword:
ἡμεραῖος
Headword (normalized):
ἡμεραῖος
Headword (normalized/stripped):
ημεραιος
IDX:
39745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39746
Key:
Data
{'content': 'of the daytime'}