Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
ἡμέριος
View word page
ἡμέρα
day
ShortDef
day
Debugging
Headword:
ἡμέρα
Headword (normalized):
ἡμέρα
Headword (normalized/stripped):
ημερα
IDX:
39744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39745
Key:
Data
{'content': 'day'}