Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερινός
View word page
ἠμέν
as well .. , as also . .

ShortDef

as well .. , as also . .

Debugging

Headword:
ἠμέν
Headword (normalized):
ἠμέν
Headword (normalized/stripped):
ημεν
IDX:
39743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39744
Key:

Data

{'content': 'as well .. , as also . .'}