Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἧμα
Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
View word page
ἠμελημένως
carelessly
ShortDef
carelessly
Debugging
Headword:
ἠμελημένως
Headword (normalized):
ἠμελημένως
Headword (normalized/stripped):
ημελημενως
IDX:
39742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39743
Key:
Data
{'content': 'carelessly'}