Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
ἧμα
Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμέρη
View word page
ἡμαρτημένως
faultily

ShortDef

faultily

Debugging

Headword:
ἡμαρτημένως
Headword (normalized):
ἡμαρτημένως
Headword (normalized/stripped):
ημαρτημενως
IDX:
39739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39740
Key:

Data

{'content': 'faultily'}