Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
ἧμα
Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
View word page
ἧμαι
to be seated, sit

ShortDef

to be seated, sit

Debugging

Headword:
ἧμαι
Headword (normalized):
ἧμαι
Headword (normalized/stripped):
ημαι
IDX:
39736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39737
Key:

Data

{'content': 'to be seated, sit'}