Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
ἧμα
Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
View word page
ἠμαθόεις
sandy
ShortDef
sandy
Debugging
Headword:
ἠμαθόεις
Headword (normalized):
ἠμαθόεις
Headword (normalized/stripped):
ημαθοεις
IDX:
39735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39736
Key:
Data
{'content': 'sandy'}