Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
ἧμα
Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
ἠμελημένως
ἠμέν
ἡμέρα
View word page
Ἠμαθίων
Emathion
ShortDef
Emathion
Debugging
Headword:
Ἠμαθίων
Headword (normalized):
ἠμαθίων
Headword (normalized/stripped):
ημαθιων
IDX:
39734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39735
Key:
Data
{'content': 'Emathion'}