Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
ἧμα
Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἡμεδαπός
View word page
ἡλωτός
nailed, nail-shaped

ShortDef

nailed, nail-shaped

Debugging

Headword:
ἡλωτός
Headword (normalized):
ἡλωτός
Headword (normalized/stripped):
ηλωτος
IDX:
39731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39732
Key:

Data

{'content': 'nailed, nail-shaped'}