Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
ἧμα
Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
ἠμαθόεις
ἧμαι
View word page
ἠλύγη
a shadow, shade

ShortDef

a shadow, shade

Debugging

Headword:
ἠλύγη
Headword (normalized):
ἠλύγη
Headword (normalized/stripped):
ηλυγη
IDX:
39726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39727
Key:

Data

{'content': 'a shadow, shade'}