Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
ἧμα
Ἠμαθίη
Ἠμαθίων
View word page
ἠλυγάζω
overshadow

ShortDef

overshadow

Debugging

Headword:
ἠλυγάζω
Headword (normalized):
ἠλυγάζω
Headword (normalized/stripped):
ηλυγαζω
IDX:
39724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39725
Key:

Data

{'content': 'overshadow'}