Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
ἧμα
Ἠμαθίη
View word page
ἡλόω
sharpen

ShortDef

sharpen

Debugging

Headword:
ἡλόω
Headword (normalized):
ἡλόω
Headword (normalized/stripped):
ηλοω
IDX:
39723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39724
Key:

Data

{'content': 'sharpen'}