Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
ἡλωτός
View word page
ἧλος
a nail

ShortDef

a nail

Debugging

Headword:
ἧλος
Headword (normalized):
ἧλος
Headword (normalized/stripped):
ηλος
IDX:
39721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39722
Key:

Data

{'content': 'a nail'}