Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιωτέος
ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
Ἠλώνη
View word page
ἡλοποιός
nail-smith

ShortDef

nail-smith

Debugging

Headword:
ἡλοποιός
Headword (normalized):
ἡλοποιός
Headword (normalized/stripped):
ηλοποιος
IDX:
39720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39721
Key:

Data

{'content': 'nail-smith'}