Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡλίωσις
ἡλιωτέος
ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
ἤλυσις
View word page
ἡλόπληκτος
hurt by a nail
ShortDef
hurt by a nail
Debugging
Headword:
ἡλόπληκτος
Headword (normalized):
ἡλόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
ηλοπληκτος
IDX:
39719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39720
Key:
Data
{'content': 'hurt by a nail'}