Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριεπίσκοπος
ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριολογία
ἀλλοτριομορφοδίαιτος
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπραγέω
ἀλλοτριοπραγία
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλοτριοπράγμων
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριοφαγέω
ἀλλοτριοφάγος
ἀλλοτριοφρονέω
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
View word page
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
a meddling with other people's business

ShortDef

a meddling with other people's business

Debugging

Headword:
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
Headword (normalized):
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριοπραγμοσυνη
IDX:
3971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3972
Key:

Data

{'content': "a meddling with other people's business"}