Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιωπός
ἡλίωσις
ἡλιωτέος
ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
Ἠλύσιος
View word page
ἡλοπαγής
fixed with nails

ShortDef

fixed with nails

Debugging

Headword:
ἡλοπαγής
Headword (normalized):
ἡλοπαγής
Headword (normalized/stripped):
ηλοπαγης
IDX:
39718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39719
Key:

Data

{'content': 'fixed with nails'}