Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἡλιών
ἡλιωπός
ἡλίωσις
ἡλιωτέος
ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
ἠλύγη
Ἠλύσιον
View word page
ἡλοκόπος
nail-smith

ShortDef

nail-smith

Debugging

Headword:
ἡλοκόπος
Headword (normalized):
ἡλοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ηλοκοπος
IDX:
39717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39718
Key:

Data

{'content': 'nail-smith'}