Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠλιφάρμακος
ἦλιψ
Ἡλιών
ἡλιωπός
ἡλίωσις
ἡλιωτέος
ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
ἠλυγαῖος
View word page
ἡλοκοπική
nail-smith's
ShortDef
nail-smith's
Debugging
Headword:
ἡλοκοπική
Headword (normalized):
ἡλοκοπική
Headword (normalized/stripped):
ηλοκοπικη
IDX:
39715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39716
Key:
Data
{'content': "nail-smith's"}