Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
ἦλιψ
Ἡλιών
ἡλιωπός
ἡλίωσις
ἡλιωτέος
ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
ἠλυγάζω
View word page
ἡλοκοπέω
clavo
ShortDef
clavo
Debugging
Headword:
ἡλοκοπέω
Headword (normalized):
ἡλοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ηλοκοπεω
IDX:
39714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39715
Key:
Data
{'content': 'clavo'}