Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
ἦλιψ
Ἡλιών
ἡλιωπός
ἡλίωσις
ἡλιωτέος
ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
ἡλοκόπον
ἡλοκόπος
ἡλοπαγής
ἡλόπληκτος
ἡλοποιός
ἧλος
ἦλος
ἡλόω
View word page
ἡλόκεντρον
spur

ShortDef

spur

Debugging

Headword:
ἡλόκεντρον
Headword (normalized):
ἡλόκεντρον
Headword (normalized/stripped):
ηλοκεντρον
IDX:
39713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39714
Key:

Data

{'content': 'spur'}