Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
Ἠλίς
Ἦλις
ἡλίσκος
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
ἦλιψ
Ἡλιών
ἡλιωπός
ἡλίωσις
ἡλιωτέος
ἡλιώτης
ἠλληγορημένως
ἡλόκεντρον
ἡλοκοπέω
ἡλοκοπική
View word page
ἠλιφάρμακος
a plant useful to staunch blood
ShortDef
a plant useful to staunch blood
Debugging
Headword:
ἠλιφάρμακος
Headword (normalized):
ἠλιφάρμακος
Headword (normalized/stripped):
ηλιφαρμακος
IDX:
39705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39706
Key:
Data
{'content': 'a plant useful to staunch blood'}