Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιοσέληνος
ἡλιοσκόπιος
ἡλιοστασία
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἡλιοτρόπιον
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
Ἠλίς
Ἦλις
ἡλίσκος
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
ἦλιψ
Ἡλιών
ἡλιωπός
ἡλίωσις
View word page
ἡλίσκος
little nail

ShortDef

little nail

Debugging

Headword:
ἡλίσκος
Headword (normalized):
ἡλίσκος
Headword (normalized/stripped):
ηλισκος
IDX:
39699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39700
Key:

Data

{'content': 'little nail'}