Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοτέρμων
ἀλλότης
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριεπίσκοπος
ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριολογία
ἀλλοτριομορφοδίαιτος
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπραγέω
ἀλλοτριοπραγία
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλοτριοπράγμων
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριοφαγέω
ἀλλοτριοφάγος
ἀλλοτριοφρονέω
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόχωρος
View word page
ἀλλοτριοπραγέω
meddle with other folk's business: excite commotions

ShortDef

meddle with other folk's business: excite commotions

Debugging

Headword:
ἀλλοτριοπραγέω
Headword (normalized):
ἀλλοτριοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριοπραγεω
IDX:
3969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3970
Key:

Data

{'content': "meddle with other folk's business: excite commotions"}