Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
View word page
ἀγεννίζω
act like an ἀγεννής

ShortDef

act like an ἀγεννής

Debugging

Headword:
ἀγεννίζω
Headword (normalized):
ἀγεννίζω
Headword (normalized/stripped):
αγεννιζω
IDX:
396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-397
Key:

Data

{'content': 'act like an ἀγεννής'}