Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
ἡλιοσκόπιος
ἡλιοστασία
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἡλιοτρόπιον
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
Ἠλίς
Ἦλις
ἡλίσκος
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
ἦλιψ
Ἡλιών
View word page
Ἠλίς
Eli
ShortDef
Eli
Debugging
Headword:
Ἠλίς
Headword (normalized):
ἠλίς
Headword (normalized/stripped):
ηλις
IDX:
39697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39698
Key:
Data
{'content': 'Eli'}