Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
ἡλιοσκόπιος
ἡλιοστασία
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἡλιοτρόπιον
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
Ἠλίς
Ἦλις
ἡλίσκος
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
View word page
ἡλιοῦχος
possessing sun

ShortDef

possessing sun

Debugging

Headword:
ἡλιοῦχος
Headword (normalized):
ἡλιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ηλιουχος
IDX:
39695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39696
Key:

Data

{'content': 'possessing sun'}