Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
ἡλιοσκόπιος
ἡλιοστασία
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἡλιοτρόπιον
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
Ἠλίς
Ἦλις
ἡλίσκος
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
View word page
ἡλιοστιβής
sun-trodden

ShortDef

sun-trodden

Debugging

Headword:
ἡλιοστιβής
Headword (normalized):
ἡλιοστιβής
Headword (normalized/stripped):
ηλιοστιβης
IDX:
39693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39694
Key:

Data

{'content': 'sun-trodden'}