Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
ἡλιοσκόπιος
ἡλιοστασία
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἡλιοτρόπιον
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
Ἠλίς
View word page
ἡλιοπλήξ
sunburnt

ShortDef

sunburnt

Debugging

Headword:
ἡλιοπλήξ
Headword (normalized):
ἡλιοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
ηλιοπληξ
IDX:
39687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39688
Key:

Data

{'content': 'sunburnt'}