Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
ἡλιοσκόπιος
ἡλιοστασία
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἡλιοτρόπιον
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
View word page
ἡλιόπεπτος
ripened in the sun

ShortDef

ripened in the sun

Debugging

Headword:
ἡλιόπεπτος
Headword (normalized):
ἡλιόπεπτος
Headword (normalized/stripped):
ηλιοπεπτος
IDX:
39686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39687
Key:

Data

{'content': 'ripened in the sun'}