Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
ἡλιοσκόπιος
ἡλιοστασία
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἡλιοτρόπιον
ἡλιοῦχος
View word page
ἡλιοπάλιος
sun-opal

ShortDef

sun-opal

Debugging

Headword:
ἡλιοπάλιος
Headword (normalized):
ἡλιοπάλιος
Headword (normalized/stripped):
ηλιοπαλιος
IDX:
39685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39686
Key:

Data

{'content': 'sun-opal'}