Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιοκάμινος
ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
ἡλιοσκόπιος
ἡλιοστασία
ἡλιοστερής
ἡλιοστιβής
ἡλιοτρόπιον
View word page
ἡλιόομαι
to live in the sun

ShortDef

to live in the sun

Debugging

Headword:
ἡλιόομαι
Headword (normalized):
ἡλιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ηλιοομαι
IDX:
39684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39685
Key:

Data

{'content': 'to live in the sun'}