Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
ἡλιοκαΐα
ἡλιοκάμινος
ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
View word page
ἡλιοκαυτέω
to be sunburnt

ShortDef

to be sunburnt

Debugging

Headword:
ἡλιοκαυτέω
Headword (normalized):
ἡλιοκαυτέω
Headword (normalized/stripped):
ηλιοκαυτεω
IDX:
39677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39678
Key:

Data

{'content': 'to be sunburnt'}