Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
ἡλιοκαΐα
ἡλιοκάμινος
ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
View word page
ἡλιοκάμινος
a room exposed to the sun
ShortDef
a room exposed to the sun
Debugging
Headword:
ἡλιοκάμινος
Headword (normalized):
ἡλιοκάμινος
Headword (normalized/stripped):
ηλιοκαμινος
IDX:
39674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39675
Key:
Data
{'content': 'a room exposed to the sun'}