Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
ἡλιοκαΐα
ἡλιοκάμινος
ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
View word page
ἡλιοκαΐα
sun-burning, exposure to the sun

ShortDef

sun-burning, exposure to the sun

Debugging

Headword:
ἡλιοκαΐα
Headword (normalized):
ἡλιοκαΐα
Headword (normalized/stripped):
ηλιοκαια
IDX:
39673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39674
Key:

Data

{'content': 'sun-burning, exposure to the sun'}