Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
ἡλιοκαΐα
ἡλιοκάμινος
ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
View word page
ἡλιοθερέω
to sun oneself
ShortDef
to sun oneself
Debugging
Headword:
ἡλιοθερέω
Headword (normalized):
ἡλιοθερέω
Headword (normalized/stripped):
ηλιοθερεω
IDX:
39670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39671
Key:
Data
{'content': 'to sun oneself'}