Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
ἡλιοκαΐα
ἡλιοκάμινος
ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
View word page
ἡλιοθαλπής
warmed by the sun

ShortDef

warmed by the sun

Debugging

Headword:
ἡλιοθαλπής
Headword (normalized):
ἡλιοθαλπής
Headword (normalized/stripped):
ηλιοθαλπης
IDX:
39669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39670
Key:

Data

{'content': 'warmed by the sun'}