Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
ἡλιοκαΐα
ἡλιοκάμινος
ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
View word page
ἡλιοδρόμος
sun's messenger

ShortDef

sun's messenger

Debugging

Headword:
ἡλιοδρόμος
Headword (normalized):
ἡλιοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
ηλιοδρομος
IDX:
39666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39667
Key:

Data

{'content': "sun's messenger"}