Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
ἡλιοκαΐα
ἡλιοκάμινος
View word page
ἡλιοβολέομαι
to be sun-struck

ShortDef

to be sun-struck

Debugging

Headword:
ἡλιοβολέομαι
Headword (normalized):
ἡλιοβολέομαι
Headword (normalized/stripped):
ηλιοβολεομαι
IDX:
39664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39665
Key:

Data

{'content': 'to be sun-struck'}