Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
View word page
ἧλιξ
of the same age

ShortDef

of the same age

Debugging

Headword:
ἧλιξ
Headword (normalized):
ἧλιξ
Headword (normalized/stripped):
ηλιξ
IDX:
39662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39663
Key:

Data

{'content': 'of the same age'}