Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
View word page
ἡλικοσοῦν
however so great
ShortDef
however so great
Debugging
Headword:
ἡλικοσοῦν
Headword (normalized):
ἡλικοσοῦν
Headword (normalized/stripped):
ηλικοσουν
IDX:
39661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39662
Key:
Data
{'content': 'however so great'}