Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
View word page
ἡλικιῶτις
contemporary

ShortDef

contemporary

Debugging

Headword:
ἡλικιῶτις
Headword (normalized):
ἡλικιῶτις
Headword (normalized/stripped):
ηλικιωτις
IDX:
39659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39660
Key:

Data

{'content': 'contemporary'}