Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἆλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτέρμων
ἀλλότης
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριεπίσκοπος
ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριολογία
ἀλλοτριομορφοδίαιτος
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπραγέω
ἀλλοτριοπραγία
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλοτριοπράγμων
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριοφαγέω
View word page
ἀλλοτριολογέω
to speak of things foreign to the matter

ShortDef

to speak of things foreign to the matter

Debugging

Headword:
ἀλλοτριολογέω
Headword (normalized):
ἀλλοτριολογέω
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριολογεω
IDX:
3965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3966
Key:

Data

{'content': 'to speak of things foreign to the matter'}