Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
View word page
ἡλικιώτης
an equal in age, fellow, comrade
ShortDef
an equal in age, fellow, comrade
Debugging
Headword:
ἡλικιώτης
Headword (normalized):
ἡλικιώτης
Headword (normalized/stripped):
ηλικιωτης
IDX:
39658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39659
Key:
Data
{'content': 'an equal in age, fellow, comrade'}