Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
View word page
ἡλικίη
time of life, age
ShortDef
time of life, age
Debugging
Headword:
ἡλικίη
Headword (normalized):
ἡλικίη
Headword (normalized/stripped):
ηλικιη
IDX:
39657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39658
Key:
Data
{'content': 'time of life, age'}