Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠλιβάτας
ἠλίβατος
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
View word page
ἡλικία
time of life, age

ShortDef

time of life, age

Debugging

Headword:
ἡλικία
Headword (normalized):
ἡλικία
Headword (normalized/stripped):
ηλικια
IDX:
39655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39656
Key:

Data

{'content': 'time of life, age'}