Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιάω
ἠλιβάτας
ἠλίβατος
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
View word page
ἠλιθιώνη
one who makes foolish

ShortDef

one who makes foolish

Debugging

Headword:
ἠλιθιώνη
Headword (normalized):
ἠλιθιώνη
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιωνη
IDX:
39654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39655
Key:

Data

{'content': 'one who makes foolish'}