Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιαυγής
ἡλιάω
ἠλιβάτας
ἠλίβατος
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
ἡλικοσοῦν
ἧλιξ
ἡλιόβλητος
View word page
ἠλιθιώδης
like a fool

ShortDef

like a fool

Debugging

Headword:
ἠλιθιώδης
Headword (normalized):
ἠλιθιώδης
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιωδης
IDX:
39653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39654
Key:

Data

{'content': 'like a fool'}