Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡλιαστήριον
ἡλιαστής
ἡλιαστικός
ἡλιαυγής
ἡλιάω
ἠλιβάτας
ἠλίβατος
Ἡλίεια
ἤλιθα
ἠλιθιάζω
ἠλίθιος
ἠλιθιότης
ἠλιθιόω
ἠλιθιώδης
ἠλιθιώνη
ἡλικία
ἡλικιάζομαι
ἡλικίη
ἡλικιώτης
ἡλικιῶτις
ἡλίκος
View word page
ἠλίθιος
idle, vain, random

ShortDef

idle, vain, random

Debugging

Headword:
ἠλίθιος
Headword (normalized):
ἠλίθιος
Headword (normalized/stripped):
ηλιθιος
IDX:
39650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39651
Key:

Data

{'content': 'idle, vain, random'}